-
1 χήνα
-
2 χῆνα
-
3 χήνα
η1) гусь; 2) простофиля;τί χήνα! — какой простофиля!
-
4 χήνα
[хина] ουσ. Θ. гусь,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χήνα
-
5 χήνα
[хина]ουσ θ гусь. -
6 χήνα
l'oca -
7 χήνα
oie -
8 χήνα
gęś (f) rzecz. -
9 χήνα
husa -
10 χήνα
gooseΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χήνα
-
11 Χηνάς
Χηνά̱ς, Χηναίfem acc pl -
12 oie
χήνα -
13 husa
χήνα -
14 goose
χήνα -
15 gęś
χήνα -
16 гусь
-
17 χήν
χήν, ὁ and ἡ, [dialect] Dor. [full] χάν (q.v.), gen. χηνός: [dialect] Ion. gen. pl. χηνῶν (not χηνέων) Hdt.2.45; irreg. acc. pl.Aχένας AP7.546
:—wild goose, Anser cinereus,χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων Il.2.460
;χ. πλατυγίζων καὶ κεχηνώς Eub.115
, cf. Arist.HA 593b22; .2 tame goose,χῆν' ἥρπαξ' ἀτιταλλομένην ἐνὶ οἴκῳ Od.15.174
, cf. 161; ;χ. τιθασός S.Fr. 866
; ὥσπερ χῆνα σιτευτὸν.. ἔτρεφέ με Epigen.2; γάλακτι χηνός, of an unknown luxury, Eub.90.5;ἥπατα χηνῶν Plu.2.965a
.3 νὴ or μὰ τὸν χῆνα was Socrates' oath, Ar.Av. 521 (anap., ubi v. Sch.), Cratin.231, Zen.5.81. (Cf. Skt. haṃsás, Lith. žąsìs, OHG. gans, all = goose.) -
18 φύσημα
φύσημα, τό, 1) das Geblasene, durch Blasen, Athmen Hervorgebrachte, der Hauch; φύσημ' ἀνεὶς δύςτλητον Eur. Phoen. 1447; Sp.; Δούρειον ἐπάγω χῆνα τῷ φυσήματι Diphil. bei Ath. IX, 383 f; der durch Blasen, Schnauben bewirkte Ton, bes. das Gezisch der Schlangen, Sp. – 2) das Aufgeblasene, die Blase, auch die inwendig hohlen, unreifen Perlen. – 3) das Blasen, Hauchen, Schnauben, von Pferden, Xen. equ. 11, 12; übertr., der Stolz, Hyperid. bei Ath. XIII, 591. – 4) bei Eur. I. A. 1114 μέλανος αἵματος φυσήματα, von geschlachteten Kühen, die schwarzes Blut aus der Wunde hervorsprudeln lassen. – 5) bei Galen. Fichtenharz, sonst ῥητίνη πιτυΐνη.
-
19 χήν
χήν, gen. χηνός, ἡ, im Att. gew. ὁ, die Gans, nach dem Aufsperren des Schnabels benannt; χηνῶν ἢ γεράνων ἢ κύκνων Il. 2, 460. 15, 692, u. öfter; masc. ist es deutlich Od. 19, 552, fem. 15, 161. 174, χηνέων Her. 2, 45; χὴν συγγεγραμμένος Ar. Av. 805; τὸν χῆνα ὀμνύναι 521; Xen. An. 1, 9,26; χὴν πλατυγάζων καὶ κεχηνώς Eubul. bei Ath. XII, 519 a; – χένας als acc. plur. steht Ep. ad. 667 (VII, 546).
-
20 ἀργός
ἀργός (vgl. ἄργιλος, ἄργυρος), hell schimmernd, glänzend, oder schnell; beide Begriffe hängen zusammen, da jede schnelle Bewegung ein Schimmern u. Flimmern hervorbringt. Vgl. αἰόλος u. s. Apollon. Lex. 41, 21. Hom. Od. 15, 161 ἀργὴν χῆνα; Iliad. 23, 30 βόες ἀργοί; 18, 283 κύνες ἀργοί, 1, 50 κύνας ἀργούς; Iliad. 18, 578 Od. 2, 11. 17, 62. 20, 145 κύνες πόδας ἀργοί; vgl. Iliad. 24, 211 ἀργίποδας κύνας u. den Hundenamen Ἄργος Od. 17. 292 ff. Phurnut. N. D. 16 sagt: τὸ ταχὺ ἀργὸν λέγεται κατ' ἀντίφρασιν.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
χήνα — Κοινή ονομασία διαφόρων στεγανοπόδων της οικογένειας των ανατιδών ή νησσιδών, που ανήκουν κυρίως στα γένη χην (anser) και βράντα (branta). Ειδικά, με την ονομασία αυτό χαρακτηρίζεται γενικά η κατοικίδια χ., οι διάφορες φυλές της οποίας… … Dictionary of Greek
χήνα — η 1. είδος πουλιού. 2. μωρός, ανόητος: Βρήκε χήνα και τη μαδά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χῆνα — χήν wild goose fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χηνάς — Χηνά̱ς , Χηναί fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ANSER — I. ANSER Poeta Romanus, quem Ovid. procacem vocat, l. 2. Trist. v. 435. Cinna quoque huic comes est, Ciunâque procacior Anser. Propert. l. 2. Eleg. nit. v. 90. ubi de Virgilio: Nec minor his animis, aut si minor, ore canorus Anseris indoctô… … Hofmann J. Lexicon universale
φύσημα — το, ΝΜΑ [φυσῶ] 1. το να φυσάει κάποιος, να βγάζει ρεύμα αέρα από το στόμα ή από τα ρουθούνια (α. «δυνατό φύσημα τής μύτης» β. «στέρνων δ ἄπο φύσημ ἀνεὶς δύσθνητον», Ευρ.) 2. το ρεύμα, η πνοή τού ανέμου (α. «το φύσημα δυνάμωσε μόλις στρίψαμε» β.… … Dictionary of Greek
χήνειος — α, ο / χήνειος, εία, ον, ΝΜΑ, και χήνιος, ία, ον, Μ, και ιων. τ. χήνεος, έα, ον, Α [χήν / χήνα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα, χηνήσιος νεοελλ. φρ. «χήνειο δέρμα» ιατρ. χαρακτηρισμός δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις,… … Dictionary of Greek
χήνος — ο, Ν αρσενική χήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήνα, με αλλαγή γένους κατά τα αρσ.] … Dictionary of Greek
χηνήσιος — α, ο, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα, χήνειος (α. «χηνήσιο κρέας» β. «χηνήσιο βάδισμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χήνα + κατάλ. ήσιος (πρβλ. μοσχαρ ήσιος)] … Dictionary of Greek
χηνίτσα — Μικρό νησί στην απέναντι ακτή των Σπετσών (Κόστα Ερμιονίδας). * * * η, Ν [χήνα] μικρή χήνα … Dictionary of Greek
χηνώδης — ώδες / χηνώδης, ῶδες, ΝΑ [χήν/χήνα] όμοιος με χήνα αρχ. μτφ. ανόητος («ἕνα φρόνιμον εἶναι πολλοὺς δὲ χηνώδεις», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek